εὐποιῶ

εὐποιῶ
εὐποιέω
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
εὐποιέω
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
εὐποιός
masc/fem/neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευποιώ — εὐποιῶ, έω (ΑΜ) «εὖ ποιῶ», ευεργετώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευποιώ. Σύνθετο εκ συναρπαγής] …   Dictionary of Greek

  • ευποίημα — εὐποίημα, τὸ (Α) [ευποιώ] η ευεργεσία …   Dictionary of Greek

  • ευποίησις — εὐποίησις, ἡ (Μ) [ευποιώ] η ευποιία …   Dictionary of Greek

  • ευποίητος — εὐποίητος και εϋποίητος, ον (Α) [ευποιώ] ο καλά κατασκευασμένος («ἀμφὶ πύλῃς εὐποιήτησι», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • κατευποιώ — κατευποιῶ, έω (Μ) (επιτ. τ. τού ευποιώ) κάνω μεγάλο καλό, κατευεργετώ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”